OTA VOICE
Ιστορικές & Λογοτεχνικές Διαδρομές

1905: Η δολοφονία του Θεόδωρου Δηλιγιάννη

Γράφει η Αργυρώ Χατζηπαναγιώτου – Εκπαιδευτικός με Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Λογοτεχνίας (Μεθοδολογία και Έρευνα)

Στις αθηναϊκές εφημερίδες της 1ης Ιουνίου 1905, αλλά και για ημέρες ακόμη,  η είδηση που μονοπώλησε το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού ήταν εκείνη του τραγικού χαμού του τότε Πρωθυπουργού της χώρας, Θεόδωρου Δηλιγιάννη.

Στις 31 Μαΐου 1905 μετά τις 5 μ.μ. ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης πέφτει βαριά χτυπημένος από το μαχαίρι του Αντώνη Γερακάρη, στα σκαλοπάτια της Βουλής, την ώρα που αποβιβαζόταν από την άμαξα για να εισέλθει στη Βουλή. Ο θάνατος του Πρωθυπουργού θα επέλθει αργότερα, το  βράδυ της  ίδιας μέρας, στον χώρο των Επειγόντων Περιστατικών όπου είχε μεταφερθεί. 

Η πράξη του δολοφόνου αιφνιδίασε τους πάντες, φρουρά και κόσμο που ήταν συγκεντρωμένος έξω από την Βουλή. Επικράτησαν σύμφωνα με τις λεπτομερείς περιγραφές  των εφημερίδων της εποχής στιγμές οργής, σύγχυσης και πανικού. Ο δράστης κυνηγήθηκε από το πλήθος και την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκε το λυντσάρισμα του. 

Η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ γράφει για την παρουσία ενός κακοντυμένου άγνωστου άνδρα ο οποίος, πριν την άφιξη του Πρωθυπουργού,  περιφερόταν στον περίβολο της Βουλής κάνοντας αποτυχημένες προσπάθειες να εισέλθει στον χώρο των συνεδριάσεων. Περιγράφει δε το γεγονός της δολοφονίας ως εξής:

«Η ώρα ήτο 5:10’ περίπου ότε εφάνη ερχομένη ταχεία η άμαξα του Πρωθυπουργού. Μετ’ ολίγον εστάθη προ της κλίμακος του Βουλευτηρίου και ο πρωθυπουργός εξήγαγε την χείρα του δια νανοίξη την θυρίδα και κατέλθη.

Ο άγνωστος έσπευσε τότε και ήνοιξε την θυρίδα αυτός, ενώ συγχρόνως έφερε την αριστεράν χείρα εις την ρεμπούμπλικάν του, ως δια να εκφράση τον σεβασμόν του. 

Ο Πρωθυπουργός κύψας εξήρχετο της αμάξης φιλομηδώς βλέπων προς τον άγνωστον και φέρων την χείρα προς τον υψηλόν του πίλον όπως τον χαιρετήση. 

Ο Γιάννης ο ακόλουθος του Πρωθυπουργού έσπευσε να παραλάβη και μεταφέρη το ογκώδες χαρτοφυλάκιόν του εντός της Βουλής. 

Αυτή ήτο η στάσις των τριών ανθρώπων κατά την ακαριαίαν εξέλιξιν του τρομερού γεγονότος. Την αυτήν στιγμήν είδον τινές τον άγνωστον βυθίζοντα την χείραν του προς την κοιλιακήν χώραν του Πρωθυπουργού. 

Ενόμισαν ότι τον εγρόνθιζε. Και εν τω άμα κατάπληκτοι έτρεξαν. Το έγκλημα είχε συντελεσθή πλέον.»

Ο Θ. Δηλιγιάννης αρχικά διατηρεί τις αισθήσεις του, σύμφωνα με την εφημερίδα, είπε στους ανθρώπους που έσπευσαν να τον βοηθήσουν : «Δεν έχω τίποτε … δεν έχω τίποτε». Μεταφέρεται στις Πρώτες Βοήθειες, αλλά αργότερα υποκύπτει στα τραύματά του.

 Ο δολοφόνος τρέπεται σε φυγή, τον ακολουθούν στρατιώτες  και ένα οργισμένο πλήθος κόσμου το οποίο πέφτει επάνω του λυσσαλέα.

Ο Γ. Ρεγκούσης, αυτόπτης μάρτυρας του τραγικού συμβάντος,  σύμφωνα με την Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, είναι ο πρώτος που συλλαμβάνει τον δολοφόνο: «Ώρμησα … επί του φονέως όστις προσεπάθησε να φύγη, κρατών μάχαιραν από της χειρός, και τον αφώπλισα ματά μάταιην αντίστασίν του. 

Ταυτοχρόνως οι υπαξιωματικοί της φρουράς, ο ακόλουθος του υπουργού των Στρατιωτικών και άλλοι παρατυχόντες τω επετέθησαν δια των ξιφών.

Ο κόσμος εξ όλων των σημείων ορμά κατά του δολοφόνου. 

Τινές των υπουργών και πολλοί βουλευταί έξαλλοι εξέρχονται της αιθούσης της Βουλής. 

Η φρουρά τρέχει και περιστοιχίζει τον δολοφόνον ζητούσα να  τον προφυλάξη.

Ο κ. Σκουζές καραυγάζει.

-Παραδώσατε τον δολοφόνον να εφαρμοσθή ο λύντσιος νόμος.

Άλλη φωνή ακούεται:

-Όχι ας ζήση δια να μάθωμεν ποιος τον έβαλε.»

Τελικά, επικρατεί η λογική και ο δράστης  παραδίδεται στον Αστυνομικό Διευθυντή που τον οδηγεί στο γραφείο του για προανάκριση. Αρχικά σύμφωνα με τη γλαφυρή περιγραφή της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ: «Ο Γερακάρης εν βλακώδει καταστάσει διατελών κατ’ αρχάς εσιώπα, κατόπιν συγκεντρώσας τας αισθήσεις του απήντησεν εις τας επανειλημμένας ερωτήσεις του κ.  Παπούλα περί της αιτίας ήτις ώθησεν αυτόν εις το ολέθριον αυτό διάβημα. 

-Τον εκτύπησα διότι αυτό είχε γείνει αίτιος της δυστυχίας μου. Είχα αποφασίσει από 15 ημέρας να το κάμω αυτό. 

(…) –Ο πατέρας μου ήτον υποτελώνης και οσάκις ήρχετο στα πράγματα ο Δηλιγιάννης τον έπαυε. Από τότε δεν τον εχώνευα. Τώρα δε πάλιν που ξανάγινε πρωθυπουργός διέταξε να καταδιώξη τα χαρτοπαίγνια. Εγώ ήμουνα θυρωρός της λέσχης του Μητσέα, ο οποίος μετά την καταδίωξιν των χαρτοπαιγνίων με ΄παυσεν. Από τότε δε είχα καμμίαν εργασίαν δια να ζήσω. Επήγα στο Μητσέα και τον παρακάλεσα να μου δώση καμμιά εκατοστή δραχμάς δια να κάμω καμμίαν εργασίαν να ζήσω, αλλά δεν μου έδωσε. Είχα απογοητευθή τελείως και δεν είξευρα τι να κάμω». 

Στη συνέχεια οδηγείται ενώπιον του Εισαγγελέα στον οποίο καταθέτει ότι κατάγεται από την Λάγια της επαρχίας Γυθείου της Ανατολικής Μάνης ότι είναι ύπανδρος και προστάτης πολυμελούς οικογένειας. Για αρκετό χρονικό διάστημα έμενε στο Γύθειο ασχολούμενος με το εμπόριο. Αργότερα πούλησε ένα μικρό σπίτι που είχε και ήλθε με τη σύζυγό του  στην Αθήνα όπου άρχισε να επιδίδεται στην χαρτοπαιξία. Το τελευταίο διάστημα ήταν υπάλληλος την χαρτοπαικτική λέσχη του Μητσέα που βρισκόταν  απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο(Σήμερα στη θέση του βρίσκεται η Πλατεία Κοτζιά). Για τους λόγους που τον ώθησαν στο στυγερό αυτό έγκλημα επανέλαβε ό, τι είχε πει στον Αστυνομικό Διευθυντή κατά την προανάκριση.

Μετά την ανάκριση οδηγείται στο κρατητήριο όπου τον επισκέπτονται δημοσιογράφοι. Ο αρθρογράφος του ΕΜΠΡΟΣ, συγκεκριμένα, γράφει: «Περί την 8ην νυκτερινήν ώραν μας επετράπη να ίδωμεν τον δολοφόνον εν τω κρατητηρίω. Ήτο δε τούτο ένα δωμάτιον εντός υπογείου της Διευθύνσεως. Κατέκειτο εξηπλωμένος επί του δαπέδου φέρων χειροπέδας. 

Είναι ηλικίας 30-35 ετών υψηλού μάλλον αναστήματος καταβεβλημένος με οφθαλμούς μαύρους, μαλλιά μαύρα, μύστακα μέτριον επίσης μαύρον. Το πρόσωπόν του είνε μελαχροινόν τα ενδύματά του πενιχρά.

Αντιλαμβάνεται ημάς εισερχομένους και ανοίγει τους οφθαλμούς του και μας παρατηρεί βλακωδώς. Το βλέμμα του είνε θολωμένον, η μορφή του προσομοιάζει μορφήν χασισοπότου. Δεν κινείται καθ’ ολοκληρίαν ούτε ομιλεί αλλ’ εξακολουθεί να μας παρατηρή βλακωδώς.

Τον ερωτώμεν και δεν απαντά. Δεν θέλει να ομιλήση.» 

Η εφημερίδα  από πληροφορίες συγχωριανών του αναφέρει, επιπροσθέτως,  ότι ο Γερακάρης κατά το παρελθόν είχε, επίσης, διαπράξει στυγερό έγκλημα αλλά είχε καταφέρει να το συγκαλύψει και έτσι να ξεφύγει από τη Δικαιοσύνη. Είχε δολοφονήσει, λένε οι φήμες,  την πρώτη σύζυγο του με τσεκούρι την ώρα που κοιμόταν. 

Κατά την ανάκριση ο δράστης ομολογεί ότι είχε και συνεργό. Η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ γράφει: «Εξ αυθεντικών πηγών επληροφορήθημεν ότι ο δολοφόνος του πρωθυπουργού Κωσταγερακάρης (ο δράστης αναφέρεται στις εφημερίδες, ως Γερακάρης ή Κωσταγερακάρης)  κατά την χθεσινήν (2/5) ενώπιον του εισαγγελέως και ανακριτού κατάθεσίν του προέβη εις σπουδαιοτάτην ομολογίαν, χύνουσαν πλήρες φως εις την απαισίαν υπόθεσιν. 

Ο δολοφόνος ωμολόγησεν ότι ο Γεώργιος Μητσέας τον έβαλε να δολοφονήση τον πρωθυπουργόν και ότι αυτός δολοφονών τον πρωθυπουργόν εγένετο όργανο ν του Γ. Μητσέα, ο οποίος ούτος είνε ο ηθικός αυτουργός του βδελυρού εγκλήματος. 

Η ομολογία αυτή του δολοφόνου ανεκοινώθη αμέσως εις τον υπουργόν της Δικαιοσύνης κ. Καραπάνον.»

Η είδηση του συνεργού και ηθικού αυτουργού πέφτει ως κεραυνός. Στήνεται ολόκληρη επιχείρηση και ο Μητσέας συλλαμβάνεται. Στη δίκη που έγινε αργότερα, η οποία ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1905 και τελείωσε τον Φεβρουάριο του 1906, ο Μητσέας καταδικάστηκε σε 8 χρόνια φυλάκιση και ο Κωσταγερακάρης εις θάνατον (καρατομήθηκε στο Ναύπλιο τον Ιούνιο του 1906).

Το σώμα το Θ. Δηλιγιάννη ταριχεύθηκε και η σωρός του ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα στη Βουλή: «Ο νεκρός ετοποθετήθη εντός δρυΐνου  φερέτρου και εκαλύφθη υπό της σημαίας της Βουλής. 

Το φέρετρον εναπετέθη επό μαύρου ικρίου εις του οποίου τας βαθμίδας έχουν ριφθεί μεγάλοι κλώνοι δάφνης. (…)

Χιλιάδες κόσμου από της μεσημβρίας παρήλθε προ του φερέτρου του Δηλιγιάννη και ησπάσθη αυτό.»

Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης κηδεύτηκε με όλες τις τιμές που αρμόζουν σε έναν πρωθυπουργό. 

Ο Γεώργιος Σουρής σε πρωτοσέλιδο στο Ρωμηό, έγραψε για τον τραγικό θάνατο του Θ. Δηλιγιάννη:

«Λαός που τον καμάρωνε γονατιστός μπροστά του 

Κι αθάνατα τα νόμιζε τ’ άσπρα γεράματά του  

Σαν όνειρο του φαίνεται το γέρο του πως χάνει 

Πως μνήμα ανοίγει σήμερα του γέρου Ντεληγιάννη .

Κι ακούς να λεν χίλιες φορές, ανάθεμα στο χέρι 

Που πήγε για το γέρο του κι ακόνισε μαχαίρι

Βιογραφία

Ο Θεόδωρος Π. Δηλιγιάννης γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1824. Φοίτησε στο Ελληνικό σχολείο στον Πύργο και περάτωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Ναύπλιο. Μετά γράφτηκε στο Εθνικό Πανεπιστήμιο και συγχρόνως διορίσθηκε ως γραφέας στην Βουλή. Υπηρετήσας επιτυχώς διήλθε όλες τις υπαλληλικές βαθμίδες. Εξέδωσε, επίσης, συλλογή ελληνικών νόμων με τίτλο «Ελληνική Νομοθεσία». 

Το 1862 αφήνει τη θέση του γενικού γραμματέως του υπουργείου διότι εξελέγη πληρεξούσιος Γόρτυνος κατά την Εθνοσυνέλευση του 1862. Επί σειρά ετών διετέλεσε Υπουργός υπηρετώντας διάφορα χαρτοφυλάκια. Πολιτικός αντίπαλος του Χαρίλαου Τρικούπη έγινε 3 φορές πρωθυπουργός. Η φιλολαϊκή πολιτική που άσκησε, καθώς ήταν αντίθετος στην φορολογική πολιτική του Χαρίλαου Τρικούπη, τον έκανε αγαπητό στα λαϊκά στρώματα. Πολλοί χαρακτήρισαν την πολιτική του πορεία ως δημαγωγική. Ο Γκούναρ Χέρινγκ, Γερμανός ιστορικός βλέπει την πολιτική που άσκησε ο Θ. Δηλιγιάννης από μία άλλη οπτική γωνία:  «Η ελληνική δημοσιογραφία και ιστοριογραφία αντιπαραθέτει αυτόν τον πολιτικό [τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη] -ο οποίος έγινε τρεις φορές πρωθυπουργός νικώντας τον Τρικούπη και ο οποίος δρομολόγησε πολιτικές εξελίξεις την τελευταία εικοσιπενταετία του περασμένου αιώνα- στον Μεσολογγίτη πολιτικό, παρουσιάζοντας τον αδίκως άλλοτε ως ανερμάτιστο πολυλογά, άλλοτε ως διαλυτικό δημαγωγικό στοιχείο, σε κάθε περίπτωση ως αρνητικό σημείο αναφοράς. Αυτή η αρνητική κρίση δεν αντιστοιχεί στην προσωπικότητά του ούτε μπορεί να εξηγήσει τις μεγάλες πολιτικές επιτυχίες και ήττες, τις συμπάθειες των οπαδών του και τις εντάσεις στο κόμμα του […]. Στον Δηλιγιάννη οφείλουμε -και οι ιστορικοί το ενθυμούνται σπάνια- τη μεγάλη έκδοση της ελληνικής νομοθεσίας από το 1833 μέχρι το 1876».

Σχετικά Άρθρα

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ: Περικλής Γιαννόπουλος: Κλεοπάτρα

otavoice

Η Γκούραινα: Ιστορικό μυθιστόρημα της Ευγενίας Ζωγράφου

otavoice

“Μάρτιαι Ειδοί” του Κ. Π. Καβάφη. Μια αναλυτική προσέγγιση

otavoice

Οι Άθλιοι: Γιάννης Αγιάννης και Επίσκοπος Μυριήλ – Η σχέση των Αγιάννη και Ιαβέρη με τον Ευγένιο Φρανσουά Βιντόκ

otavoice

Οι Άθλιοι: Ο μικρός Γαβριάς και ο πίνακας του Ντελακρουά

otavoice

Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951): «Κάποια Χριστούγεννα»

otavoice